- λύκους
- λύκοςwolfmasc acc plλυκόωtear like a wolfimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λύκους — Λύκος wolf masc acc pl Λύκων masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λυκοσπάς — λυκοσπάς, άδος, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασπαραγμένος από λύκους 2. επίθετο τών μελισσών οι οποίες εκκολάπτονται πάνω στα πτώματα τών βοδιών που κατασπαράχθηκαν από λύκους 3. (για ίππο) αυτός που σύρεται με λύκο, δηλ. με σιδερένιο άγκιστρο που βρίσκεται… … Dictionary of Greek
λυκοφαγωμένος — η, ο (Μ λυκοφαγωμένος, η, ον) αυτός που κατασπαράχθηκε από λύκους μσν. 1. αυτός για τον οποίο εκφράζεται η κατάρα να κατασπαραχθεί από λύκους 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ λυκοφαγωμένος ο διάβολος … Dictionary of Greek
Еры — церковно славянское название буквы (теперь ы), означающей гласный со смешанной надставной трубой (см. Гласные звуки), свойственный, из славянских языков, преимущественно русскому (великорусскому и белорусскому наречиям; малороссийское вместо ы… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Существительное в праиндоевропейском языке — Существительное часть речи праиндоевропейского языка. Существительное в праиндоевропейском языке обладало категориями рода, числа и падежа[1][2]. Так же, как и глаголы, существительные могли быть тематические (у которых между основой и… … Википедия
LUPUS — I. LUPUS Cos. cum Maximo, A. U. C. 984. II. LUPUS Dux Seu. Imp. ab Albini militibus victus, de quo vide Casaub. ad Seu. Spartiani. III. LUPUS Ep. Senonensis, qui tantâ erat in pauperes munificentiâ, ut nullum sibi thesaurum relinqueret, sed omnes … Hofmann J. Lexicon universale
RAMNES vel RHAMNES — RAMNES, vel RHAMNES pro equitibus Romanis usurpat Horat. in Art. v. 342. Eos sic vocat ab illis equitibus, quos cum Luceribus ac Tatiensibus instituit Romulus. Varro, l. 4. de L. L. p. 16. Ager Romanus primum divisus in partes tres, a quo tribus… … Hofmann J. Lexicon universale
URSA, ab URSUS — et hoc ab orsus Isidoro, quod ore suô formet fetus, iuxta pervulgatam apud Veteres opinionen, qui ursas patere massam rudem, membrisque indistinctis informem, quam postea lambendo figurent ac perficiant, tradidêre, ut videre est apud Aristor.… … Hofmann J. Lexicon universale
-ιστής — (ΑΜ ιστής) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. τής, η οποία στα μεταρρηματικά παράγωγά της δηλώνει τον δράστη μιας ενέργειας (πρβλ. ποιώ > ποιη τής, πολιτεύομαι > πολιτευ τής) από το θ. σε –ισ τού αορ. πολλών ρ. (συνήθως σε ίζω), πρβλ. ῥαίω… … Dictionary of Greek
επεμβαίνω — (AM ἐπεμβαίνω) [εμβαίνω] νεοελλ. 1. παρεμβαίνω μεταξύ άλλων συνήθως αντιμαχομένων («επενέβησαν οι Μεγάλες Δυνάμεις και το ζήτημα διευθετήθηκε») 2. ανακατεύομαι απρόσκλητος σε ξένες υποθέσεις («μην επεμβαίνεις όταν δεν σού πέφτει λόγος») μσν. 1.… … Dictionary of Greek